- καισαρισμός
- ο [καίσαρ]1. το να φέρεται κάποιος απολυταρχικά όπως ο Καίσαρ2. η απομίμηση τού πολιτικού συστήματος τού Καίσαρος, κατά το οποίο ένα μόνο άτομο συγκέντρωνε όλες τις εξουσίες τού κράτους, απολυταρχική διοίκηση, απολυταρχία.
Dictionary of Greek. 2013.